Εντοπισμός και καταγραφή αμιάντου
Στην Ελλάδα, όπως και σε ολόκληρο τον κόσμο, η χρήση του αμίαντου ήταν εκτενέστατη. Χρησιμοποιήθηκε σε πολλές εφαρμογές ( περισσότερες από 7000 ) είτε ως καθαρός αμίαντος ( Μονώσεις, Χημικά Φίλτρα ) είτε σε πρόσμιξη με άλλα υλικά
( Αμιαντοτσιμέντα, Πλακίδια, Υφάσματα ). Η αφθονία του στη φύση, το μικρό κόστος παραγωγής και οι εξαιρετικές του ιδιότητες ως θερμομονωτικό και αντιδιαβρωτικό υλικό, κατέστησαν τον αμίαντο ως το κυρίαρχο υλικό του 20ου αιώνα.
Γιατί λοιπόν το υλικό αυτό που σημάδεψε μια ολόκληρη εποχή βρίσκεται στο τέλος του κύκλου του; Ποιοι παράγοντες συνετέλεσαν ώστε από την δεκαετία του 1980 να έχουν δρομολογηθεί διαδικασίες ασφαλούς απομάκρυνσης του από τα μέρη στα οποία ήταν εγκατεστημένος; Η βασική απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι ότι ο αμίαντος είναι ένα υλικό που προκαλεί σοβαρά προβλήματα υγείας. Η μοναδική του δομή που έχει ως αποτέλεσμα να διαχωρίζεται σε εκατομμύρια λεπτότατων ινών και η οποία του προσδίδει τις χαρακτηριστικές του ιδιότητες, είναι και η γεννησιουργός αιτία των περιβαλλοντικών του επιδράσεων. Οι λεπτότατες αυτές είναι εισέρχονται στον ανθρώπινο οργανισμό μέσω της αναπνευστικής οδού με αποτέλεσμα την εμφάνιση μιας σειράς ασθενειών όπως η αμιάντωση και τα διάφορα είδη των καρκίνων του πνεύμονα.
Στην Ελλάδα, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο, η χρήση του αμίαντου ήταν εκτενέστατη. Χρησιμοποιήθηκε σε πολλές εφαρμογές είτε ως καθαρός αμίαντος
( Μονώσεις, Χημικά Φίλτρα ) είτε σε πρόσμιξη με άλλα υλικά ( Αμιαντοτσιμέντα, Πλακίδια, Υφάσματα ). ¶λλωστε η Ελλάδα υπήρξε παραγωγός χώρα αμιάντου και μέχρι πριν λίγα χρόνια στο Ζιδάνι της Κοζάνης λειτουργούσε το μεγαλύτερο ορυχείο αμιάντου ανοιχτού τύπου των Βαλκανίων. Στην Θεσσαλονίκη, στην Νέα Λάμψακο της Εύβοιας στην Αχαΐα λειτουργούσαν και εξακολουθούν να λειτουργούν εργοστάσια παραγωγής αμιοντοτσιμέντων. Έτσι σήμερα ο αμίαντος βρίσκεται σχεδόν παντού τόσο σε ιδιωτικούς χώρους ( Κατοικίες, Εργοστάσια, Φούρνοι ) όσο και σε δημόσια κτίρια ( Νοσοκομεία, Δικαστήρια, Σχολεία ). Η ύπαρξη του σε αυτούς τους χώρους σε συνδυασμό με την φθορά του όλα αυτά τα χρόνια αποτελούν συνεχή κίνδυνο για τους ευρισκόμενους στον περιβάλλοντα χώρο. Από όλους τους χώρους στους οποίους υπάρχει αμίαντος, μεγαλύτερο κίνδυνο αποτελούν τα σχολεία. Και τούτο διότι τα παιδιά είναι πολύ περισσότερο ευάλωτα στις ίνες του αμίαντου οι οποίες εισέρχονται στον οργανισμό κυρίως μέσω της αναπνευστικής οδού.
Ο αμίαντος στα σχολεία βρίσκεται συνήθως στις παρακάτω μορφές:
• Στις σκεπές των κτιρίων με την μορφή αμιαντοτσιμέντων.
• Στους τοίχους και τις οροφές των λυόμενων κατασκευών που εγκαταστάθηκαν στη χώρα μετά από σεισμούς.
• Στα λεβητοστάσια των σχολείων με την μορφή μονωτικών υλικών.
• Σε πρόσθετες κατασκευές ( αμιαντοσανίδες ) που εγκαταστάθηκαν στα σχολεία ως παραρτήμα και επεκτάσεις.
• Σε πλακίδια δαπέδου αναμεμιγμένος με άλλα ρητινώδη υλικά.
• Σε πόρτες ως ενδιάμεσο μονωτικό στρώμα.
Διαπιστώνεται λοιπόν ότι το πρόβλημα του αμίαντου δεν εντοπίζεται δυστυχώς μόνο στις λυόμενες κατασκευές που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μετά τους σεισμούς. Μπορεί παλαιότερα κτιστά σχολεία να περιέχουν αμίαντο σε διάφορες μορφές σε μεταγενέστερες εγκαταστάσεις τους. Η ύπαρξη του λοιπόν στα σχολεία και η φυσιολογική φθορά του, τόσο από τους φυσικούς παράγοντες όσο και από την διατάραξη του από τους μαθητές, δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα περιβαλλοντικής κρίσης με συνέπειες στην υγεία των μαθητών και καθηγητών αλλά και κοινωνικά προβλήματα γενικότερα.
Το Υπουργείο Παιδείας με την υπ’ αριθμ. ΣΤ1/3054 εγκύκλιο της 07/11/2002 προς όλες τις Νομαρχίες της Ελλάδος που βασίζονταν στην οδηγία 80/1107 της ΕΟΚ, έδιδε εντολή στις Νομαρχίες να ελέγξουν όλα τα σχολικά κτίρια και να καταγράψουν τα αμιαντούχα υλικά αυτών. Ταυτόχρονα η εγκύκλιος όριζε την άμεση αντικατάσταση των κτιρίων αυτών. Το Υπουργείο εξέδωσε και δεύτερη εγκύκλιο την 56158/ΣΤ1, 10-06-03 σε συνέχεια της πρώτης. Το πνεύμα και η διατύπωση των εγκυκλίων αυτών συνάδουν με την επικρατούσα παγκοσμίως σήμερα πολιτική Διαχείρισης του Αμίαντου. Για να γίνει κατανοητή η πολιτική αυτή θα πρέπει να αναφερθούν τα εξής:
Παρ’ ότι οι επιβλαβείς συνέπειες του αμίαντου ήταν γνωστές ήδη από την δεκαετία του 1930, ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος που ακολούθησε και η μεταπολεμική οικονομική και βιομηχανική ανασυγκρότηση κατέστησαν τον αμίαντο ως ένα από τα βασικότερα βιομηχανικά και κατασκευαστικά υλικά. Ταυτόχρονα η βιομηχανία μη έχοντας εναλλακτικές φθηνές λύσεις για την αντικατάσταση του αμίαντου, κρατούσαν τους εργαζόμενους και το κοινό σε άγνοια σχετικά με τους κινδύνους του υλικού αυτού. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 όμως άρχισε η αντίστροφη μέτρηση του. Στις προηγμένες χώρες άρχισε η απομάκρυνση του αμίαντου με τις ειδικές διαδικασίες που απαιτούνται γι’ αυτό. Ο κόσμος όμως ευρισκόμενος σε άγνοια όλα αυτά τα χρόνια και έχοντας εκτεθεί στην καρκινογόνο δράση του, αντέδρασε βίαια και με υπερβολή. Εθεωρείτο λοιπόν ότι και η απλή οπτική επαφή με τον αμίαντο θα προκαλούσε προβλήματα στους εργαζόμενους. Ήταν μία λογική, ως ένα βαθμό, αντίδραση ύστερα από πολλά χρόνια άγνοιας του κινδύνου και κυρίως την μη λήψη προστατευτικών μέτρων. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990 δαπανήθηκαν τεράστια ποσά για την ασφαλή απομάκρυνση του αμίαντου ακόμη και σε περιπτώσεις που η απομάκρυνση του δεν ήταν άμεσα αναγκαία. Από τότε επεκράτησε η πολιτική της Διαχείρισης του Αμίαντου ( Asbestos Management ) η οποία περιλαμβάνει δύο στάδια.
• Το πρώτο στάδιο είναι ο εντοπισμός και η καταγραφή του αμίαντου. Κατά το στάδιο αυτό ελέγχεται ο χώρος οπτικά, γίνεται δειγματοληψία και ανάλυση των υλικών και ακολούθως καταγράφεται ο αμίαντος. Ταυτόχρονα εκτός από την ποσοτική ανάλυση διενεργείται και η ποιοτική ούτως ώστε να προσδιοριστεί ο βαθμός προτεραιότητας απομάκρυνσης του αμίαντου.
• Το δεύτερο στάδιο είναι η οριστική απομάκρυνση του αμίαντου με βάση τις μεθόδους ασφαλούς απομάκρυνσης του.
Έτσι λοιπόν με την ολοκλήρωση του πρώτου σταδίου όχι μόνο γνωρίζουμε που υπάρχει αμίαντος, τι είδος αμίαντος είναι αλλά και σε ποια κατάσταση βρίσκεται.
Μ’ αυτόν τον τρόπο απομακρύνουμε τον αμίαντο που βρίσκεται σε κακή κατάσταση και αποτελεί άμεσο κίνδυνο και προγραμματίζουμε την σταδιακή του απομάκρυνση με οργανωμένο τρόπο. Ταυτόχρονα, αν εντοπισθεί αμίαντος ο οποίος είναι εκτεθειμένος και αποτελεί εν δυνάμει πηγή κινδύνου, τότε λαμβάνονται άμεσα μέτρα προσωρινής αντιμετώπισης του ώστε να καταστεί ασφαλής, μέχρι να δρομολογηθούν οι διαδικασίες ασφαλούς απομάκρυνσης του. Η ύπαρξη λοιπόν ενός μητρώου του αμίαντου αποτελεί την πρώτη προτεραιότητα για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού. Θα πρέπει να τονισθεί ότι σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Νομοθεσία απαγορεύεται η χρήση αμιαντούχων υλικών από 01 Ιανουαρίου 2005 και ταυτόχρονα δρομολογείται η ασφαλής απομάκρυνση του ήδη εγκατεστημένου αμίαντου.
Στα περισσότερα κτίρια στην Ελλάδα τα οποία χρονολογούνται από την δεκαετία του 1960 η χρήση αμιαντούχων υλικών είναι πολύ πιθανή λόγω της κοινής πρακτικής της εποχής εκείνης αναφορικά με την χρήση του αμίαντου ως μονωτικού και οικοδομικού υλικού. Ο πλήρης έλεγχος λοιπόν αυτών των κτιρίων προέχει για την σωστή αντιμετώπιση του προβλήματος.
1. Ο έλεγχος πρέπει να γίνει από εξειδικευμένο προσωπικό ώστε να ελεγχθούν όλα τα πιθανά σημεία που μπορεί να περιέχουν αμίαντο.
2. Πρώτα διενεργείται οπτικός έλεγχος. Ακολουθεί δειγματοληψία και εργαστηριακή ανάλυση των δειγμάτων ώστε να διαπιστωθούν τα υλικά που περιέχουν αμίαντο.
3. Γίνεται ποιοτική ανάλυση για να εντοπισθούν τα μέρη στα οποία χρειάζεται να ληφθούν άμεσα μέτρα προστασίας, έστω και προσωρινής φύσης για να αποτραπεί ο κίνδυνος έκθεσης των μαθητών.
4. Υποβάλλεται μελέτη διαδικασιών της ασφαλούς απομάκρυνσης του αμίαντου.
5. Σε περίπτωση μη εντοπισμού αμιαντούχων υλικών, θα εκδοθεί πιστοποιητικό καθαρότητας από την εξουσιοδοτημένη και αδειοδοτημένη εταιρία διαχείρισης επικινδύνων υλικών SUK.